κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek
κότος — grudge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότε — κότος grudge masc voc sg πότε when? at what time? ionic (indeclform interrog) κοτε , ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότον — κότος grudge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότου — κότος grudge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότων — κότος grudge masc gen pl κοτάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κοτάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότῳ — κότος grudge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόκοτος — μεγαλόκοτος, ον (Α) πολύ οργισμένος. επίρρ... μεγαλοκότως (Α) με μεγάλη οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ κοτος, νεό κοτος)] … Dictionary of Greek
νεόκοτος — και νεοκότος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό κοτος, βαρὐ κοτος)] … Dictionary of Greek
υπέρκοτος — ον, Α υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος. επίρρ... ὑπερκότως Α με υπέρκοτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ κοτος, ἐπί κοτος)] … Dictionary of Greek
γεγηρακότος — γεγηρᾱκότος , γηράσκω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)